Ο υποθυρεοειδισμός, είναι μια πολύ σημαντική λειτουργική βλάβη του αδένα, με σημαντικές επιπτώσεις για τον οργανισμό. Είναι η παθολογική κατάσταση κατά την οποία έχουμε μειωμένη έκκριση θυρεοειδικών ορμονών.
Μπορεί να είναι πρωτοπαθής ή δευτεροπαθής.
Τα συμπτώματα είναι μη ειδικά και βαθμιαία εμφανίζονται αίσθημα κόπωσης, αύξηση σωματικού βάρους, δυσκοιλιότητα, δυσανεξία στο ψύχος, νωθρότητα και διαταραχές της περιόδου, ξηρό δέρμα, απώλεια τριχών και βραδυκαρδία .
Οι σοβαρές περιπτώσεις υποθυρεοειδισμού χαρακτηρίζονται με τον όρο «μυξοίδημα». Στους ασθενείς αυτούς εκτός από τα παραπάνω συμπτώματα παρατηρείται αλλοίωση των χαρακτηριστικών του προσώπου, το οποίο εμφανίζεται πρησμένο.
Όσον αφορά τον υπερθυρεοειδισμό, είναι μια πολύ σημαντική λειτουργική βλάβη του θυρεοειδούς αδένα, που οφείλεται σε υπερβολική παραγωγή θυρεοειδικών ορμονών.
Δύο είναι οι κυριότερες μορφές υπερθυρεοειδισμού ήτοι:
- Η τοξική διάχυτος βρογχοκήλη, γνωστή σαν νόσος του Graves ή νόσος του Basedow, όπου όλος ο θυρεοειδής αδένας υπερλειτουργεί και
- Η τοξική οζώδης βρογχοκήλη, όπου στον θυρεοειδή αναπτύσσεται ένας ή περισσότεροι όζοι, οι οποίοι υπερπαράγουν θυρεοειδικές ορμόνες. Ανάλογα με τον αριθμό των όζων η μορφή αυτή του υπερθυρεοειδισμού διακρίνεται σε πολυοζώδη, όπου πάνω στο θυρεοειδή αναπτύσσονται πολλοί όζοι και στο μονήρες τοξικό αδένωμα, όπου πάνω στο θυρεοειδή εμφανίζεται ένας μόνο όζος. (Δες την ενότητα όζοι- βρογχοκήλη)
Ο υπερθυρεοειδισμός, εκδηλώνεται με νευρικότητα, ανησυχία, ευερεθιστότητα, δυσανεξία στη ζέστη, αυξημένη εφίδρωση, εύκολη κόπωση, αδυναμία, μυικές κράμπες, διάρροια ή μεταβολή του βάρους του σώματος (συνήθως απώλεια, παρά την αυξημένη πρόσληψη τροφής) .
Επίσης μπορεί να υπάρχουν ταχυκαρδία, «φτερούγισμα» ή πόνος στο στήθος, ενώ οι γυναίκες αναφέρουν συχνά διαταραχές της περιόδου. Σε ορισμένες περιπτώσεις υπάρχουν πόνοι στα κόκαλα λόγω της προκαλούμενης οστεοπόρωσης και προπέτεια των οφθαλμών (ο γνωστός εξόφθαλμος) που παρουσιάζεται συχνότερα σε νεαρά άτομα.
Φάρμακα επίσης μπορεί να προκαλέσουν αύξηση παραγωγής των ορμονών του θυρεοειδούς (όπως το λίθιο, η φαινιλοβουταζόνη, κ.α.).